ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Όνειρα της πόλης (μέρος Α')

 

 

Ήταν πολλά χρόνια πριν, όταν σε κάποια συνηθισμένη συζήτηση περί βιβλίων είχαμε κάνει μία ενδιαφέρουσα ανακάλυψη. Όπως διαπιστώσαμε, επί σειρά ετών, τρεις από την παρέα είχαμε ονειρευτεί κατ' επανάληψη το ίδιο βιβλιοπωλείο.

 

Το ονειρικό βιβλιοπωλείο δεν ταυτιζόταν με κάποιο υπαρκτό ανάλογο του. Αν και στα όνειρα εντοπιζόταν κάπου στην Αθήνα, το πού ακριβώς δεν ήταν σαφές. Από τον κυρίως χώρο του βιβλιοπωλείου ξεκινούσε μία στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε ένα πατάρι με περισσότερα βιβλία. Ένα πλήθος ατόμων βρισκόταν πάντα συγκεντρωμένο στο πατάρι αυτό, και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν αισιόδοξη, με μια διάχυτη αίσθηση ευφορίας.

 

Δε χρειάζεται να μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι προφανές ότι οι περιγραφές μπορούν να μεταδώσουν το περιτύλιγμα μόνο των ονείρων, όχι το ίδιο το περιεχόμενο. Προσπαθώντας κανείς να περιγράψει όνειρα, είναι σαν να προσπαθεί να περιγράψει χρώματα ή οσμές – μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να μεταδώσει την αίσθηση.

 

Τώρα, ασφαλώς και είχαμε αναγνωρίσει ότι το όνειρο του βιβλιοπωλείου περιείχε κλασικούς αρχετυπικούς συμβολισμούς, όπως η σκάλα, το πατάρι ή τα βιβλία. Και μπορούσαμε να φανταστούμε την αντίδραση κάποιου ειδικευμένου στην ονειρική ανάλυση ψυχολόγου, ο οποίος, ακούγοντας τις περιγραφές των ονείρων και κουνώντας όλο κατανόηση το κεφάλι, θα μας υποδείκνυε ότι κοινοί ήταν οι αρχετυπικοί αυτοί συμβολισμοί, όχι το ονειρικό βιβλιοπωλείο. Μας ήταν αδιάφορο. Πέραν του ότι ποτέ δεν είχαμε σε ιδιαίτερη υπόληψη τις –αντικρουόμενες ως επί το πλείστον– θεωρίες και ερμηνείες των ψυχολόγων, ένα πράγμα ήταν απολύτως ξεκάθαρο για εμάς: είχαμε ονειρευτεί το ίδιο βιβλιοπωλείο.

 

Αυτό και άλλα περιστατικά μάς είχαν οδηγήσει σε μια σειρά από ονειρικούς πειραματισμούς. Πλην ελαχίστων εντυπωσιακών εξαιρέσεων, οι προσπάθειες μας για επαναλήψιμα αποτελέσματα όσον αφορά τον προγραμματισμό των ονειρικών μας προορισμών στέφθηκαν με αποτυχία. Αναμενόμενο, τα όνειρα σπανίως υπακούν στις απαιτήσεις του ιδιοκτήτη τους.

 

Αλλά, πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ιστορία με το κοινό ονειρικό βιβλιοπωλείο; Πού εντοπιζόταν αυτό; Ήταν κάτι μέσα στα κεφάλια μας; Αν ναι, από πού κι ως πού τόσο εκπληκτικά απαράλλαχτο σε χώρους και αίσθηση; Αν όχι, ποια ονειρική οδός οδηγούσε εκεί; Τι συμβαίνει γενικά σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, όπου π.χ. άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αποκομίζουν φευγαλέες ματιές από πανομοιότυπα ονειρικά τοπία ή επισκέπτονται ονειρικούς τόπους που μόνο έπειτα από χρόνια διαπιστώνουν ότι υπάρχουν και στην ξύπνια πραγματικότητα;

 

Θα περίμενε κανείς ότι ερωτήματα όπως τα παραπάνω θα ήταν καταδικασμένα να βουλιάξουν, είτε στους βάλτους των κατ' επίφαση ορθολογιστών, που σπεύδουν να αρνηθούν οτιδήποτε ανατρέπει την τάξη με την οποία έχουν χωρίσει το μυαλό τους σε μικρά στεγανά κουτάκια υποτιθέμενα εδραιωμένης γνώσης, είτε στους βάλτους των ακατάσχετων αερολόγων, εκείνων οι οποίοι νομίζουν ότι τα πραγματικά ερωτήματα απαντώνται με λόγια και ότι οι αμπελοφιλοσοφίες είναι παραγωγικότερες από τη σιωπή.

 

Κι όμως, επιστημονικά πειραματικά δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών άγουν προς συμπεράσματα που ίσως παρέχουν απαντήσεις σε αυτά και σε πολλά ακόμη παρεμφερή ερωτήματα. Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από τον βραβευμένο καθηγητή Νευρολογίας Michel Jouvet (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Αναφέρεται την υπνοβασία, ένα φαινόμενο αρκετά γνωστό. Διαβάστε το. Μετά, ξαναδιαβάστε το. Αφορά ένα από τα εκπληκτικότερα παράδοξα σε σχέση με τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συνείδησης (δεν έχουμε υπόψη μας κάποια καταγραφή επεισοδίου υπνοβασίας σε ζώα).

 

 

Το πρόβλημα της υπνοβασίας

 

Η υπνοβασία θεωρείται σπάνια αλλά όχι παθολογική, εφόσον παρατηρείται στο 10% των περιπτώσεων στα παιδιά ή στους εφήβους κάτω των δεκαπέντε ετών. Εμφανίζεται στη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων (του ύπνου δίχως όνειρα), όπως απέδειξαν οι ηλεκτροεγκεφαλογραφικές και τηλεμετρικές καταγραφές. Ένα παιδί που υπνοβατεί είναι ικανό να πλυθεί, ν' ανοίξει την πόρτα και να αναζητήσει φαγητό. Αν ξυπνήσει απότομα, ο υπνοβάτης δεν γνωρίζει γιατί έχει σηκωθεί, και χάνει όλη την ανάμνηση του επεισοδίου.

 

Η υπνοβασία, λοιπόν, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα απουσίας της ψυχονευρωνικής συσχέτισης, και πρέπει να ανακαλεί στο νευροβιολόγο το αίσθημα της ταπεινοφροσύνης: πράγματι, παρ' όλη την παρουσία βραδέων φλοιικών κυμάτων (και ως εκ τούτου, a contrario, την απουσία δραστηριότητας του φλοιού, που εμείς τη θεωρήσαμε ως αναγκαία συνθήκη για τη συνειδητή προσοχή), μπορούμε να παρατηρήσουμε μια πολύπλοκη συμπεριφορά που κατευθύνεται προς ένα στόχο. Για έναν συμπεριφοριστή, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να δηλώνει ότι υπάρχει μια συνείδηση παρόμοια με την άγρυπνη συνείδηση. Μια λεπτομερέστερη ανάλυση αποκαλύπτει την απουσία απομνημόνευσης της συμπεριφοράς στην υπνοβασία.

 

Σύμφωνα με αυτή την πρώτη ανάλυση, η νευροβιολογία (και κυρίως η κλινική νευροφυσιολογία) οφείλει να παραδεχτεί ότι οι σχέσεις του ύπνου με τη συνείδηση είναι αμφιλεγόμενες, και να αποδεχτεί τα εξής προσωρινά συμπεράσματα:

 

Στη διάρκεια του βραδέος ύπνου (που προηγείται της πρώτης φάσης του ονείρου) δεν υπάρχει καμία απόδειξη ύπαρξης μιας συνείδησης που στοχάζεται ή της συνείδησης του ύπνου. Ουδείς μπορεί να πει: σκέφτομαι ότι κοιμάμαι, και ακόμη λιγότερο: σκέφτομαι ότι εγώ σκέφτομαι ότι κοιμάμαι (βλέπε σχετικά μ' αυτό το θέμα την ανάλυση της συνείδησης στη διάρκεια του αποκοιμίσματος, που έγινε από τον Sartre – Sartre, J.–P., L' imaginaire, Gallimard, Παρίσι, 1940).

 

Είναι δυνατόν η απότομη αφύπνιση (που συνοδεύεται από δραστηριοποίηση του φλοιού) να επαρκεί για να επιτρέψει την πρόσβαση σε μια μη στοχαστική συνείδηση (νομίζω ότι σκεφτόμουν κάτι).

 

Η αντίληψη του υπνοβάτη, ικανού να ανοίξει και να ξανακλείσει την πόρτα, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ασυνείδητης αντίληψης. Οι υπνοβάτες, ιδίως οι ενήλικοι, δεν λένε ποτέ: σκέφτομαι ότι περπατώ κατά την υπνοβασία και δεν διατηρούν ποτέ την ανάμνηση του επεισοδίου όταν ξυπνούν.

 

Παραδεχόμαστε, λοιπόν, ότι μια ασυνείδητη αντίληψη, που δεν συνοδεύεται από μνημονική ενσωμάτωση, μπορεί μερικές φορές να υπάρχει εν απουσία της δραστηριότητας του φλοιού στη διάρκεια του ύπνου.

 

 

Ο υπνοβάτης βλέπει, ακούει, μιλάει ή συζητάει –συχνά προφέροντας ασυναρτησίες– ντύνεται, περπατάει, τρέχει, πηγαίνει στο μπάνιο, μετακινεί έπιπλα, τρώει, ακόμη και οδηγεί! Γενικά, εκδηλώνει τόσο περίπλοκες συμπεριφορές, ώστε σε πολλές περιπτώσεις οι παρευρισκόμενοι δεν υποψιάζονται καν ότι έχουν να κάνουν με έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε βαθύ ύπνο. Κι όμως, όλες αυτές οι περίπλοκες συμπεριφορές, που σύμφωνα με τα όσα πρεσβεύει η Νευρολογία απαιτούν σε κάθε περίπτωση την ενεργοποίηση και το συντονισμό των ανώτερων κέντρων του εγκεφαλικού φλοιού, παρατηρούνται σε ανθρώπους με πλήρη απουσία φλοιώδους δραστηριότητας! Κατ' αναλογία, είναι σαν ένας υπολογιστής να λειτουργεί σε φάσεις κατά τις οποίες ο επεξεργαστής του δεν τροφοδοτείται με ρεύμα. Να γιατί ο Jouvet κάνει λόγο για ταπεινοφροσύνη, από την οποία θα πρέπει να διέπονται οι νευροβιολόγοι και, κατ' επέκταση, όλοι όσοι ασχολούνται με τις καταστάσεις της συνείδησης.

 

Οι τέσσερις βασικές κατηγορίες κυμάτων που εμφανίζονται στο εγκεφαλογράφημα. Τα κύματα τύπου βήτα είναι εκείνα που καταγράφονται σε περιόδους εγρήγορσης και εν μέσω συμπεριφορών που κατευθύνονται προς ένα στόχο (π.χ. ντύσιμο). Οι υπνοβάτες, κατά ανεξήγητο τρόπο και παρά το περίπλοκο των συμπεριφορών που εκδηλώνουν, αντί για κύματα βήτα, εμφανίζουν κύματα δέλτα, τα οποία θεωρητικά καταγράφονται μόνο κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου και υποδηλώνουν απουσία δραστηριότητας του εγκεφαλικού φλοιού.

 

Μία συνηθισμένη παρανόηση αφορά την αντίληψη ότι ο υπνοβάτης ονειρεύεται. Κάθε άλλο· η υπνοβασία εμφανίζεται αποκλειστικά κατά τον πιο βαθύ ύπνο – τον ύπνο δίχως όνειρα. Όταν συνέρχεται, ο υπνοβάτης δε διατηρεί καμία απολύτως ανάμνηση των πράξεων του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου. Αν αφυπνιστεί απότομα εν μέσω υπνοβασίας, εκδηλώνει βαθιά σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Γενικά, επικρατεί η άποψη ότι καλό είναι να αποφεύγεται η αφύπνιση ενός ατόμου όταν υπνοβατεί.

 

Όμως, τι σημαίνουν όλα αυτά; Πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η ικανότητα ενός εγκεφάλου που κοιμάται βαθιά να βλέπει, να ακούει, να χαράζει διαδρομές στο χώρο και να καθοδηγεί τον κάτοχο του σε σύνθετες πράξεις;

 

Όπως σημειώνει ο Jouvet στο προηγούμενο απόσπασμα: «Για έναν συμπεριφοριστή, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να δηλώνει ότι υπάρχει μια συνείδηση παρόμοια με την άγρυπνη συνείδηση.» και «Παραδεχόμαστε, λοιπόν, ότι μια ασυνείδητη αντίληψη, που δεν συνοδεύεται από μνημονική ενσωμάτωση, μπορεί μερικές φορές να υπάρχει εν απουσία της δραστηριότητας του φλοιού στη διάρκεια του ύπνου». Ναι, ένα είδος αντίληψης που τροφοδοτεί μια εναλλακτική, δίχως αναμνήσεις συνείδηση, για την ύπαρξη της οποίας η συνείδηση του ξύπνιου μας εαυτού έχει πλήρη άγνοια και το εγκεφαλογράφημα μαύρα μεσάνυχτα.

 

Ο Jouvet, που απεβίωσε το 2017 σε ηλικία 92 ετών, ήταν καθηγητής Πειραματικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Λυών (http://en.wikipedia.org/wiki/Michel_Jouvet). Διηύθυνε τη μονάδα έρευνας του γαλλικού INSERM.(https://www.inserm.fr/en), ειδικευμένη στη «μοριακή ονειρολογία», καθώς και τη «μονάδα Νευροβιολογίας των σταδίων της εγρήγορσης».

 

Εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, τα συνακόλουθα ερωτήματα είναι αυτονόητα. Αυτή η άλλη συνείδηση, που ενδεχομένως εμφανίζεται στον βαθύ ύπνο συνοδευόμενη από σύνθετες αντιληπτικές λειτουργίες, αφορά αποκλειστικά τους υπνοβάτες ή αναδύεται σε όλους μας, δίχως να εκδηλώνεται εξωτερικά; Με άλλα λόγια, η υπνοβασία αποτελεί προαπαιτούμενη συνθήκη για την εκδήλωση αυτής της εν ύπνω συνείδησης ή απλώς μια έκφανση της, η οποία παρατηρείται σε ορισμένους ανθρώπους, ενώ σε άλλους όχι;

 

Μιας και η έρευνα γύρω από το θέμα βρίσκεται σε αρχικά στάδια, τεκμηριωμένη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Βιολογικά, πάντως, θα ήταν δύσκολο μια τέτοια εκδήλωση συνείδησης να αφορά αποκλειστικά τους υπνοβάτες. Τα νευρωνικά κυκλώματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση μιας εν ύπνω συνείδησης, ξέχωρης από την ξύπνια συνείδηση, είναι τόσο εκτεταμένα και περίπλοκα, ώστε οι εγκέφαλοι των υπνοβατών θα έπρεπε να παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές σε σχέση με εκείνους των υπολοίπων ανθρώπων. Είναι πολύ πιο πιθανό μια τέτοια κατάσταση συνείδησης κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου να ενυπάρχει σε όλους μας, προκαλώντας σε ορισμένους και επεισόδια υπνοβασίας.

 

Από το σημείο αυτό, πάλι, ξεκινούν καινούρια ερωτήματα. Όσο για απαντήσεις, κάπου εδώ σταματούν, μπροστά σε ένα καλειδοσκόπιο ονείρων.

 

Αυτή η άλλη συνείδηση της νύχτας –η δίχως μνήμες συνείδηση που προδίδεται από τη δραστηριοποίηση των υπνοβατών– μήπως διατηρείται και εκτός ύπνου, άδηλη και πνιγμένη μέσα στην οχλαγωγία της συνείδησης του ξύπνιου εαυτού της ημέρας; Και, μήπως είναι τελικά αυτή που γεννά κάποια από τα παράξενα όνειρα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις φάσεις του βαθέως ύπνου;

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ