Tα τέρατα ήρθαν

 

 

Όταν οι Άνθρωποι σύρθηκαν έξω από τα μαύρα δάση και έφτιαξαν οικισμούς από πηλό και άχυρο, έσυραν πίσω τους θολερές μνήμες απερίγραπτων Τεράτων, που στοίχειωναν τον ύπνο τους και τις λιγοστές στιγμές γαλήνης που τους επέτρεπε η άχαρη ζωή τους. Ενστικτωδώς, συγκεντρωνόταν πολλοί μαζί, σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς, προσπαθώντας να πάρουν θάρρος ο ένας από τον άλλο. Αλλά όταν η Σελήνη ανέβαινε ψηλά οι ψυχές τους ζάρωναν από τους εφιάλτες που γεννούσε η νύχτα και έτρεφε η θύμηση των μαύρων, καταραμένων χρόνων που πάσχιζαν να αφήσουν πίσω τους. Άναβαν τότε φωτιές για να αποδιώξουν φριχτές εικόνες από γαμψόνυχα και λαμπερά ματιά και μιλούσαν ακατάπαυστα γιατί το σφύριγμα του ανέμου έφερνε στη θύμηση τους ουρλιαχτά αγωνίας από λαρύγγια ανθρώπινα και απερίγραπτες υλακές ανακατεμένες με αβάσταχτα, δαιμονικά γέλια. Τα Τέρατα φαινόταν να μην τους ακολουθούν, ίσως γιατί προτιμούσαν τα σκοτάδια του δάσους, αλλά οι αναμνήσεις πανάρχαιων τρόμων ήταν τόσο βαθειά εντυπωμένες στις ψυχές τους που εξακολουθούσαν να βαδίζουν σκυφτά και να κοιτούν φοβισμένα πίσω τους, ειδικά όταν χανόταν το φως του Ήλιου. Παρατηρούσαν δύσπιστα τις σκιερές λόχμες και μουρμούριζαν ξόρκια και προσευχές όπως τις είχαν παραλάβει από τους βασανισμένους προγόνους τους. Αλλά καθώς τα Τέρατα δεν εμφανιζόταν αναθάρρησαν και ένιωσαν λιγότερο αβοήθητοι. Είχαν βρει τώρα νέα, αποτελεσματικότερα όπλα ενάντια στους φόβους τους, γιατί είχαν μάθει να ανάβουν μεγάλες πυρές και να χυτεύουν τα μέταλλα. Έφτιαξαν τσεκούρια και έκοψαν τα αρχαία, σιωπηλά δέντρα που τα υποψιάζονταν για συμμάχους του Εχθρού. Κανένα ζώο δεν ήταν πια ασφαλές από αυτούς και γρύλιζαν από ηδονή όταν κυλούσε το αίμα του μαχαιρόδοντα και του μαμούθ. Με αυτά τα ίδια τσεκούρια πάσχιζαν να κόψουν το νήμα που τους έδενε με το παρελθόν, αλλά σύντομα ανακάλυψαν πως αυτό ήταν αδύνατον γιατί εξακολουθούσαν να ξυπνούν κάθιδροι μέσα στη Νύχτα από επίμονους εφιάλτες. Νόμιζαν πως είχαν δει εβένινες φτερούγες να σπαθίζουν τον αέρα και στα αυτιά τους αντηχούσαν μοχθηρά χάχανα και ουρλιαχτά που δεν θα μπορούσαν να προέρχονται από κανένα πλάσμα της Γης. Ωστόσο τα Τέρατα δεν ερχόταν, και σιγά σιγά οι εφιάλτες έγιναν πιο απόμακροι, αν και δεν χάθηκαν ποτέ.

 

Μόνο ανθρώπινο χέρι επιτρεπόταν πλέον να χύνει αίμα ανθρώπινο, εκτός βέβαια από τις απρόσωπες, τιτάνιες δυνάμεις της Φύσης.

 

Σαν τη φλογίτσα που θεριεύει και γίνεται πυρκαγιά, έτσι μεγάλωνε η δύναμη και η επιβολή τους στη Φύση. Οι Άνθρωποι άρχισαν να ελπίζουν και να προσπαθούν για ένα μέλλον όπου ολόκληρη η Πλάση θα παραδιδόταν στη θέληση τους. Ονειρευόταν τον Παράδεισο για τον οποίο είχαν κάνει λόγο οι περασμένες γενιές, εκεί που κατοικεί η Ευτυχία και όλα μένουν νέα για πάντα. Εκεί θα ζούσαν κι αυτοί μέσα σε αιώνιες Ηδονές, λουσμένοι στο ζωογόνο φως του Ήλιου που θα κρατούσε μακριά τα απειλητικά σκοτάδια. Η πίστη στον εαυτό τους μεγάλωσε και διακήρυξαν πως αποτελούσαν τη Κορωνίδα της Δημιουργίας και πως οι λογισμοί τους ήταν σύμφωνοι με τη θέληση των Ουρανών. Άρχισαν να χτίζουν πόλεις και δρόμους, να κατασκευάζουν πλεούμενα και να ταξιδεύουν σε στεριές κι ωκεανούς. Πολύπλοκες μηχανές βγήκαν από τα χέρια τους που έκαναν τη ζωή του πιο εύκολη και τους γέμιζαν υπερηφάνεια. Δοκίμαζαν ολοένα καινούριες ιδέες, έκαναν πειράματα και σκάρωναν θεωρίες. Ο Παράδεισος φαινόταν να μην είναι πολύ μακριά. Τι κρίμα που η Γη δεν ήταν απέραντη, σαν τις φιλοδοξίες τους... Στο τέλος έμαθαν να πετούν και διαπίστωσαν πως μπορούσαν να πάνε όπου ήθελαν, να δουν και να μετρήσουν τα πάντα, και κάγχασαν στην ιδέα πως κάποιο άλλο πλάσμα θα μπορούσε ποτέ να τους απειλήσει.

  

Τα Τέρατα εξακολουθούσαν να ταράζουν μερικές φορές τον ύπνο τους αλλά τη μέρα, όταν ο Ήλιος έλαμπε στον Ουρανό, έλεγαν πως οι πρόγονοι τους φοβόταν απλώς τον τίγρη και το το λύκο και πως η φαντασία τους και μόνο ευθυνόταν για τους τρόμους που κληροδότησαν στα παιδιά τους. Είχαν τη φιλοσοφία, την τέχνη και την ψυχολογία για να εξηγούν και να πραΰνουν τις αγωνίες του νου και πίστευαν πως αυτό είναι αρκετό. Τα δάση εξαφανίζονταν με ταχύ ρυθμό και τα θηρία που κάποτε τους έσκιζαν τις σάρκες ζούσαν τώρα μόνο σε απομονωμένα μέρη για να τα βλέπουν οι Άνθρωποι και να τα περιγελούν. Οι ίδιοι αυξάνονταν κι αυξάνονταν και η Γη άρχισε να μην τους χωράει πια.

 

Έστρεψαν τότε τα ματιά στο τελευταίο σύνορο, το νυχτερινό ουρανό και τα αινιγματικά του Αστέρια. Ήταν τα ίδια Άστρα που έλαμπαν από χρόνους αμνημόνευτους, απόμακρα κι αδιάφορα για οτιδήποτε συνέβαινε στη Γη. Πάμπολλες φορές είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν να κατανοήσουν το αίνιγμα που έκρυβαν, μα κάθε προσπάθεια είχε αποδειχθεί ανώφελη και τα ερωτηματικά έμεναν αναπάντητα. Αναλλοίωτα κι απρόσιτα, τα Άστρα εξακολουθούσαν να λαμπυρίζουν βάφοντας ασημένια τα σκοτάδια της Νύχτας, τυλιγμένα σε μια αδιαπέραστη αύρα μυστηρίου. Τώρα όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει, γιατί οι Άνθρωποι διέθεταν πανίσχυρα όργανα που μπορούσαν να δουν πολύ μακριά και ήταν αποφασισμένοι να γυμνώσουν από κάθε μυστήριο τη Δημιουργία και να χορτάσουν μ' αυτή την ακόρεστη περιέργεια τους. Μέσα από τα τηλεσκόπια το Σύμπαν τούς φανέρωσε ένα μικρό κομμάτι από τη δαιμονική ομορφιά του. Για πρώτη φορά ήρθαν αντιμέτωποι με το Άπειρο και η θεά του τους έκανε να πισωπατήσουν ταραγμένοι. Πώς να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν; Πώς να χωρέσει το μυαλό τους τις πέρα από κάθε φαντασία αιωνιότητες, τα τυφλά, παγερά σκοτάδια και τους αμέτρητους Ήλιους που γεννούσαν και κατάπιναν την κάθε στιγμή; Κατάλαβαν τότε το πόσο μικροί ήταν και ένιωσαν τα φτερά τους να κόβονται.

 

Είχαν όμως υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στις ικανότητες τους και δεν το έβαζαν εύκολα κάτω. Κατασκεύασαν πυραύλους και τους εξαπέλυσαν προς το μακρινό Όνειρο. Οι πρώτες προσπάθειες πέτυχαν και η αισιοδοξία ξαναγύρισε στις καρδιές τους. Αν ο Παράδεισος δεν μπορούσε να βρεθεί στη Γη, θα τον εύρισκαν κάπου ανάμεσα στους Κόσμους που απλωνόταν χωρίς τελειωμό, πολύ πιο πέρα από τα όργανα και τη φαντασία τους. Ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά. Το χώμα στραγγίχτηκε από τα μέταλλα του για να φτιαχτούν πελώριες μηχανές, τα τελευταία δάση έγιναν αγροί για να τους θρέψουν και η Φύση μολύνθηκε από τα αναπόφευκτα δηλητήρια που έβγαιναν από τα εργοστάσια τους. Έφτιαξαν πύργους πανύψηλους και δημιούργησαν μικρούς ηλεκτρικούς ήλιους για να τους φωτίζουν και να τους ζεσταίνουν. Πολύπλοκες συσκευές τρέφονταν με ηλεκτρισμό και σκέφτονταν για λογαριασμό τους. Κοινωνικά συστήματα δοκιμάστηκαν, το ένα μετά το άλλο, αλλά απέτυχαν όλα, γιατί τα θηρία του δάσους ζούσαν πια μέσα στους Ανθρώπους, και έτσι υπήρχαν τώρα Άνθρωποι–πρόβατα και Άνθρωποι–ύαινες και Άνθρωποι–βδέλλες. Αλλά το Όνειρο ζούσε και ήταν σίγουροι ότι θα ερχόταν σύντομα μια μέρα που θα κατακτούσαν τα Αστέρια, θα τους προσφέρονταν για έπαθλο αμέτρητες Εδέμ, αντάξιες της παντοδυναμίας τους. Μα οι επιστήμονες κοίταζαν σκεπτικοί τον Ουρανό και απέφευγαν να καθορίσουν τον χρόνο που θα ξεκινούσε η επική εξάπλωση.

 

Τα Τέρατα που κάποτε τους βασάνιζαν ήταν πια ξεθωριασμένες θύμησες από ιστορίες αλλοτινών καιρών. Κανένας δεν τις πίστευε, εκτός κι αν τύχαινε να βρεθεί μόνος του στο σκοτάδι. Ακόμα και τότε, όμως, οι φόβοι του έσβηναν γρήγορα μόλις ξαναβρισκόταν στη βουή και τα φώτα του πολιτισμού. Υπήρξαν όμως και ορισμένοι που δήλωσαν πως είχαν ξαναφανεί τα Τέρατα. Τα είχαν δει να ξεπροβάλουν μέσα από τα μαύρα νερά του ωκεανού η μέσα από παλιά, μισοερηπωμένα κτίρια. Και υπήρξαν πολλοί που ορκίστηκαν πως τα είχαν δει να φτάνουν μέσα σε ασημένια αστρόπλοια, όπως αυτά που προσπαθούσαν να κατασκευάσουν οι επιστήμονες. Δημιουργήθηκε κάποιος φόβος στα πλήθη και τα σκοτάδια άρχισαν πάλι να φαίνονται απειλητικά, αλλά με τον καιρό έγινε σαφές πως τα Τέρατα δεν είχαν ξανάρθει και οι ψυχολόγοι διακήρυξαν πως όλα αυτά τα κατάλοιπα του παρελθόντος ήταν μια αδυναμία της ψυχής και τίποτα παραπάνω. Στο τέλος οι επιστήμονες δήλωσαν ομόφωνα πως τα Τέρατα δεν υπήρξαν ποτέ, πως δεν ήταν δυνατό να υπήρξαν. Οι πολλοί τους πίστεψαν με ανακούφιση αν και ο φόβος ήταν πολύ βαθειά ριζωμένος και δεν χάθηκε ποτέ εντελώς.

 

Ο χρόνος κυλούσε και το Όνειρο των Άστρων εξακολουθούσε να είναι πολύ μακρινό. Καινούριες μέθοδοι δοκιμάστηκαν, νέες θεωρίες τέθηκαν σε εφαρμογή και η τεχνολογία εξελίχθηκε μέχρι τα όρια της. Ξανά και ξανά προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν τη γλιστερή σκάλα του Ουρανού. Κατέκτησαν μερικούς πλανήτες και προσπάθησαν να πάνε παραπέρα. Η κάθε γενιά παρέδιδε τη σκυτάλη στην επόμενη, βέβαιη πως εκείνη επιτελούς θα τα κατάφερνε. Μα οι αποστάσεις ανάμεσα στα Άστρα ήταν πιο μεγάλες απ' όσο μπορούσαν να κατανοήσουν και η θέληση τους αποδείχτηκε ανίσχυρη απέναντι στις ανελέητες δυνάμεις που λυσσομανούν στο Διάστημα. Κάθε νέα προσπάθεια επιβεβαίωνε απλώς ότι το μεγάλο Όνειρο ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους. Στο τέλος, μια αποφράδα μέρα, οι επιστήμονες ομολόγησαν την ολοκληρωτική ήττα τους.

 

Οι Άνθρωποι πεισμωμένοι αποφάσισαν να στρέψουν την πλάτη τους στην απεραντοσύνη του Σύμπαντος και να κατευθύνουν τις προσπάθειες τους στον πλανήτη που τους φιλοξενούσε. Οι τέχνες αναπτύχθηκαν όσο ποτέ πριν, και εκλεπτυσμένες κοινωνικές δομές επινοήθηκαν για να κάνουν τους Ανθρώπους ισόθεους. Οι επιστήμες βάλθηκαν να φωτίσουν και τα τελευταία σκοτάδια της άγνοιας, εκτός από το μυστήριο του Θανάτου που ήταν πολύ πυκνό γι' αυτές, και η τεχνολογία ανέλαβε να καταπολεμήσει τους τελευταίους εχθρούς τους, τις ασθένειες, το έγκλημα, την πείνα. Το όραμα του Παραδείσου παρέμεινε ζωντανό και οι πόλεις φωτίζονταν λαμπρά και ακτινοβολούσαν δύναμη και αισιοδοξία. Αν όμως κοίταζε κανείς από κοντά μπορούσε να δει τα σημάδια του χρόνου που είχαν αρχίσει να αμαυρώνουν τη μεγαλοπρέπεια των ανθρώπινων πραγμάτων. Μια λεπτή σκόνη άρχισε να καλύπτει τα πάντα και τα ατσαλένια μεγαθήρια άρχισαν να έχουν ίχνη σκουριάς. Μα πολύ πιο ανησυχητικά ήταν τα σημάδια πάνω στους ίδιους γιατί, όσο πολεμούσαν να εξαλείψουν κάθε εμπόδιο στον δρόμο τους, ένας πρωτόγνωρος κι αόρατος εχθρός διείσδυσε στις πόλεις τους και στις καρδιά τους και μόλυνε τα όνειρα τους. Η Κούραση, ύπουλα κι αθόρυβα, άρχισε να κατατρώει τη θέληση τους. Οι Άνθρωποι πολέμησαν για λίγο καιρό τον νέο τους εχθρό, που έκανε το κάθε τι να τους φαίνεται άχαρο και χωρίς σημασία, και προσπάθησαν να αντλήσουν νέες δυνάμεις από τη Φύση. Μα η ομορφιά της Πλάσης είχε πια χαθεί από τους τόπους των Ανθρώπων και μαζί με αυτή είχε φύγει και η ελπίδα. Κατάλαβαν τότε πως δεν θα προχωρούσαν πλέον εμπρός, σε νέες κατακτήσεις του πνεύματος και της ύλης. Είχε αρχίσει η αδυσώπητη οπισθοχώρηση μέσα σε μια ολοένα επιταχυνόμενη παρακμή.

 

Πολέμησαν κι αγωνίστηκαν λυσσαλέα και κάλεσαν τον Ουρανό σε βοήθεια, μα αυτός παρέμεινε βουβός και άδειος και συνειδητοποίησαν πως τους είχε απαρνηθεί. Άρχισαν τότε να καλούν τα Τέρατα, νιώθοντας πως κι αυτά ακόμη θα ήταν προτιμότερα από την ανυπαρξία στην οποία τους βύθιζε η ανία. Ήλπισαν πως θα μπορούσαν να τα τιθασεύσουν με την επιστήμη τους και να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες πύλες που χρησιμοποιούσαν κι αυτά, για να ξεφύγουν από τη ρημαγμένη Γη. Μα τα Τέρατα παρέμειναν άφαντα.

 

Στερημένοι πλέον από τα όνειρα τους παραμέλησαν τις κοινωνίες τους και άρχισαν να οπισθοχωρούν προς τον βαρβαρισμό. Οι πόλεις τους έμειναν αφρόντιστες και, κακοφωτισμένες καθώς ήταν, γίνονταν σπίτι για ολοένα και περισσότερα άγρια ζώα που κυνηγούσαν και ζευγάρωναν στα ρημαγμένα κτίρια. Μα οι Άνθρωποι είχαν φτάσει πολύ ψηλά και η οπισθοχώρηση διήρκεσε πολλούς αιώνες. Υπήρξαν αντεπιθέσεις εκ μέρους τους και τα φώτα του πολιτισμού ξαναλάμψαν και πάλι για λίγο, πριν η Κούραση τους καταβάλει οριστικά. Χωρίς ελπίδα πια, αργά και βασανιστικά, οι άνθρωποι κατέβηκαν τη σκάλα της Εξέλιξης μέχρι και το τελευταίο σκαλί. Στις πόλεις τους κυριάρχησε και πάλι ο ζόφος και έφτασαν να μη διαφέρουν σε τίποτα από το αρχαίο δάσος από το οποίο είχαν κάποτε βγει.

 

Τότε ήρθαν τα Τέρατα...

 

 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ