Μάιος 2005

 

Ήταν μια Κυριακή πριν από μερικές εβδομάδες, όταν, σούρουπο πια, διανύαμε τα τελευταία μέτρα προς τη σπηλιά. Είχαμε δει από μακριά τα παρκαρισμένα τριγύρω αυτοκίνητα και ήμασταν προετοιμασμένοι για την –αναμενόμενη λόγω αργίας και καλού καιρού– παρουσία επισκεπτών στο χώρο. Αυτό, όμως, που συναντήσαμε εκεί δεν το περιμέναμε.

 

Μια καλογυαλισμένη Rolls Royce με ξένες πινακίδες βρισκόταν παρκαρισμένη λίγα μέτρα μπροστά από τη σπηλιά. Το τεράστιο, σε σχήμα πρόσοψης αρχαιοελληνικού ναού ψυγείο της άστραφτε με φόντο το μεγάλο άνοιγμα της εισόδου.

 

"Μια Rolls Royce", αναφώνησε κάπως αδιάφορα ένας από την παρέα.

 

"Μμμμ...", συμφώνησε απορροφημένα ένας άλλος.

 

Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το ασυνήθιστο της κατάστασης. Κοντοσταθήκαμε, κοιτάζοντας χαζά μια το πανάκριβο αυτοκίνητο και μια τη σπηλιά. Πριν προλάβουμε να χωνέψουμε τη σκηνή, δύο καλοντυμένοι μεσήλικες, ερχόμενοι από τη σπηλιά, άνοιξαν τις πόρτες, κάθισαν στα μπροστινά καθίσματα και έβαλαν μπρος τη μηχανή. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και άρχισε να κινείται προς το σημείο όπου στεκόμασταν, στο τέρμα της τελικής ανηφόρας του χωματόδρομου προς τη σπηλιά.

 

Ταυτόχρονα ακούστηκαν βραχνά μουρμουρητά, ανακατεμένα με διάφορες πρωτότυπες και παραστατικές κατάρες. Ήταν εκείνος από την παρέα που κουβαλούσε τη φωτογραφική μηχανή και που τώρα προσπαθούσε βιαστικά να τη βρει και να την ανοίξει.

 

 

Η μαύρη Rolls Royce πέρασε αθόρυβα από μπροστά μας, κατηφόρισε νωχελικά τον κακοτράχαλο χωματόδρομο και μετά από λίγο χάθηκε πίσω από κάποια στροφή.

 

Υπήρχαν και άλλα, πολύ πιο ταπεινά αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο μεγάλο πλάτωμα έξω από τη σπηλιά. Πιο πέρα, δυο–τρεις επισκέπτες κοίταζαν με προσήλωση κάτι αγριόχορτα. Κανέναν τους δεν έδειχνε να τον είχε απασχολήσει η προηγούμενη σουρεαλιστική σκηνή.

 

Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην έλξη που φαίνεται να ασκεί η σπηλιά σε πολύ κόσμο. Και είναι γεγονός ότι στον τόπο αυτό μπορεί κανείς να συναντήσει τους πιο ασυνήθιστους ανθρώπους, τις πιο ασυνήθιστες ώρες του εικοσιτετραώρου, να κάνουν τα πιο ασυνήθιστα πράγματα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τον καιρό έχουν δημιουργηθεί διάφορες «φυλές» της σπηλιάς, με την γκάμα να ποικίλει εντυπωσιακά.

 

Ανάμεσα στις διάφορες «φυλές», τώρα, υπάρχει και μία ειδική κατηγορία επισκεπτών, η παρατήρηση της συμπεριφοράς των οποίων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά, η σπηλιά δέχεται επισκέψεις από ομάδες παιδιών που, στα πλαίσια σχολικών συνήθως εκδρομών, ξεναγούνται στο χώρο.

 

 

Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήρξαμε μάρτυρες τέτοιων επισκέψεων, τα παιδιά που βρίσκονταν στο εσωτερικό της σπηλιάς έδειχναν να διακατέχονται από διάθεση ευφορίας, δίχως ποτέ να έχουμε διακρίνει φόβο ή ανησυχία σε κάποιο από αυτά.

 

Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό: ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό, λίγο καιρό πριν, ευρισκόμενοι στο βάθος της σπηλιάς, ακούσαμε παιδικές φωνές να πλησιάζουν γοργά απ' έξω. Πριν καλά–καλά προλάβουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε, η σπηλιά πλημμύρισε ξαφνικά από καμιά δεκαπενταριά παιδιά, τα οποία κυριολεκτικά όρμησαν τρέχοντας προς το εσωτερικό. Οι φωναχτές ομιλίες που γέμισαν το χώρο ήταν στα γαλλικά. Γαλλίδες ήταν και οι τέσσερις γυναίκες συνοδοί των παιδιών, που παρέμειναν έξω από τη σπηλιά περιεργαζόμενες τα εκκλησάκια. Τα παιδιά έτρεχαν πάνω–κάτω στη σπηλιά φωνάζοντας και γελώντας. Κατά διαστήματα σταματούσαν, συγκεντρώνονταν και συζητούσαν, δείχνοντας με τα δάχτυλα τους προς διάφορες κατευθύνσεις.

 

 

Αδιαφορούσαν πλήρως για τη δική μας παρουσία εκεί. Ακόμα κι όταν τα φωτογραφίζαμε, δεν έδιναν την παραμικρή σημασία. Η όλη κατάσταση είχε κάτι το έντονα ονειρικό, και μείναμε να παρακολουθούμε δίχως να μιλάμε. Εξίσου απότομα όσο είχαν έρθει, περίπου ένα δεκάλεπτο αργότερα, στράφηκαν προς την έξοδο και όλα μαζί άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω.

 

 

Βγαίνοντας μετά από λίγο κι εμείς, γνεύσαμε σε χαιρετισμό στις συνοδούς τους, που όλη αυτή την ώρα είχαν παραμείνει έξω από τη σπηλιά κοιτάζοντας τα εκκλησάκια. Λίγο πιο κάτω, συναντήσαμε παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου και τα δύο βαν με τα οποία είχαν έρθει. Το ένα είχε γαλλικές πινακίδες.

 

Rolls Royce και βαν γεμάτα με παιδιά στο χωματόδρομο της σπηλιάς. Διπλής κατεύθυνσης ο χωματόδρομος. Ή μήπως πολλαπλής; Ή μήπως, τελικά, σταυροδρόμι;

 

 

Δύο σκαλίσματα σε σχήμα πεντάκτινου αστέρα (λάξευμα 6 και λάξευμα 7) προστέθηκαν στην ενότητα "Τα σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης".

 


 

 

Μάρτιος 2005

 

Στις 13 Οκτωβρίου του 2004, έπειτα από μακρόχρονες διαμάχες μεταξύ κατοίκων και Ελληνικού Δημοσίου, ανακοινώθηκε επίσημα από τον Δήμο Βριλησσίων η παραχώρηση σε αυτόν της έκτασης που καταλάμβανε η υπόγεια ναυτική βάση στους πρόποδες της Πεντέλης, η οποία μέχρι πρότινος ανήκε στο Πολεμικό Ναυτικό. Όπως ανακοινώθηκε, ο Δήμος Βριλησσίων πρόκειται να δημιουργήσει στο χώρο της πρώην βάσης πάρκο αναψυχής.

 

Με την απενεργοποίηση της βάσης αυτής, η οποία λειτούργησε επί δεκαετίες ως βάση τηλεπικοινωνιών του ΝΑΤΟ, κλείνει ένας μεγάλος κύκλος στρατιωτικής παρουσίας και εγκαταστάσεων στο βουνό της Πεντέλης και τις γύρω περιοχές. Έτσι, μετά και την απενεργοποίηση τα προηγούμενα χρόνια της βάσης της Νέας Μάκρης, καθώς και του σταθμού τηλεπικοινωνιών στην κορυφή της Πεντέλης, το κεφάλαιο αυτό της ιστορίας του βουνού κλείνει οριστικά (;).

 

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το 1998 ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Δ. Αποστολάκης είχε δηλώσει σχετικά με τη συγκεκριμένη βάση: «...Οι εγκαταστάσεις των Βριλησσίων λειτουργούν αδιαλείπτως ως κέντρο λήψεως του Π.Ν. και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δομής των επικοινωνιών όχι μόνο του Π.Ν., αλλά και του NATO και η στρατηγική θέση που κατέχουν οι συγκεκριμένες τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις καθιστά αδύνατη τη μεταφορά τους σε άλλη περιοχή...» (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 2004). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου χώρου για τη λειτουργία της βάσης εξέλιπε τελικά, και η μεταφορά της στην Αίγινα (http://web.archive.org/web/20040412210941/http://www.hellenicnavy.gr/department7.asp – ανάκτηση από "Wayback Machine") από «αδύνατη», σύμφωνα με τον πρώην Υφυπουργό ΓΕΕΘΑ, κατέστη δυνατή.

 

Συμπτωματικά, πάντως, ήταν τον Σεπτέμβριο του 2004, έναν μόλις μήνα πριν την επίσημη ανακοίνωση της παραχώρησης του χώρου της βάσης στον Δήμο Βριλησσίων, που το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό εξέδωσε ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία παυόταν οριστικά η λειτουργία του συστήματος τηλεπικοινωνιών ELF και αποδίδονταν οι δεσμευμένες για το σκοπό αυτό εκτάσεις στους Αμερικανούς πολίτες (http://www.nukeresister.org/static/nr135/135elfcloses.html).

 

Τελικά, πολύ συμπτωσιογόνο μέρος αυτή η Πεντέλη.

 

 

Από χρόνια είχαμε προσέξει τις επιγραφές με μαρκαδόρο σε διάφορα εγκαταλελειμμένα κτίσματα της Πεντέλης.

 

 

Και μας είχε κάνει εντύπωση, όχι μόνο ο σιωπηρός τρόπος με τον οποίο είχε επιλεγεί να κοινοποιηθεί η ύπαρξη του αναγραφόμενου σε αυτές βιβλίου, αλλά και το γεγονός ότι εκείνος που ήταν υπεύθυνος για τις επιγραφές θα πρέπει να είχε πολύ καλή γνώση του βουνού, μιας και φαινόταν να γνωρίζει όλα τα εγκαταλελειμμένα σπιτάκια σε ακτίνα ενός τουλάχιστον χιλιομέτρου από τη σπηλιά. Σε ποιους, όμως, απευθυνόταν η ιδιότυπη αυτή διαφήμιση; Εκτός από εμάς, πόσοι ακόμη ήταν εκείνοι που θα έβλεπαν αυτές τις «γραφές στους τοίχους»;

 

Δε χρειάστηκε να αναρωτηθούμε για πολύ σε σχέση με το εν λόγω βιβλίο και το συγγραφέα του. Σε μια σελίδα περιοδικού, που συναντήσαμε καρφιτσωμένη μέσα σε μια πρόχειρη παράγκα –απομεινάρι των έργων του 1977– κοντά στη σπηλιά, δημοσιευόταν μια παρουσίαση και αναγραφόταν το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου:

 

 

Ο Δρόσος Δρόλαπας, σαν όνομα, δε μας ήταν άγνωστος. Το 1987, είχε γράψει ένα εμβριθέστατο άρθρο στο περιοδικό "Ανεξήγητο" σχετικά με το παρασκήνιο του χαρακτηρισμού της σπηλιάς ως σπηλιάς του Νταβέλη. Εκτός από τεκμηρίωση του αστήρικτου και λανθασμένου της ονομασίας «σπηλιά Νταβέλη», που έχει επικρατήσει, γινόταν και μία ενδιαφέρουσα αναφορά στο λαογραφικό υπόβαθρο που συνόδευε τη φύση και τη δράση του διάσημου ληστή. Ήταν, μάλιστα, στο συγκεκριμένο άρθρο όπου είχε πρωτοδημοσιευτεί ο λεξάριθμος: Ο–Ν–Τ–Α–Β–Ε–Λ–Η–Σ = 70+50+300+1+2+5+30+8+200 = 666.

 

Η «σταδιοδρομία» του Νταβέλη υπήρξε πολύ σύντομη, καθώς ο αρχιληστής –Χρήστος Νάτσος ήταν το πραγματικό του όνομα– ξεκίνησε τη δράση του στις αρχές της δεκαετίας του 1850 και σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία λίγα χρόνια αργότερα, το 1856, στη θέση που για το λόγο αυτό ονομάστηκε "Νταβελαίοι", τρία χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο. Πέρα από τα διάφορα άλλα στοιχεία που αποκλείουν κάθε περίπτωση συσχετισμού του με τη σπηλιά της Πεντέλης, θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί ότι ήδη το 1836, πολύ πριν την περίοδο δράσης του Νταβέλη, τα αρχαία λατομεία δίπλα και γύρω από τη σπηλιά είχαν αρχίσει να λειτουργούν και πάλι. Την εντολή για την επαναλειτουργία αυτή των αρχαίων λατομείων είχε δώσει ο τότε βασιλιάς της Ελλάδας, Όθωνας, την άνοιξη του 1836. Τα μάρμαρα, μάλιστα, που εξορύχθηκαν από εκεί χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση (1836–1840) των ανακτόρων του Όθωνα, τα οποία από το 1935 στεγάζουν την ελληνική Βουλή – http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Istoria-Ktiriou/ (Βλέπετε; Ακόμα και στη Βουλή υπάρχει Πεντέλη). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι με τις δεκάδες –ή και εκατοντάδες, κατά περιόδους– των εργατών που εργάζονταν στα σχετικά λατομεία ήδη από την περίοδο της Βαυαροκρατίας και σχεδόν αδιαλείπτως μέχρι τη δεκαετία του 1970, ο Νταβέλης θα ήταν αδύνατο να είχε χρησιμοποιήσει τη σπηλιά και τη γύρω περιοχή ως λημέρι. Ενδεικτική είναι μία απεικόνιση του λατομείου της σπηλιάς, σχεδιασμένη το 1836 από τον Γερμανό Ludwig Lange (παρατίθεται στην ενότητα "Οι στοές της Πεντέλης"), στην οποία αποτυπώνεται η παρουσία δεκάδων εργατών στο χώρο. Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον αστεία η προχειρότητα με την οποία κάποιοι αρμόδιοι συνέταξαν το κείμενο μιας πινακίδας που αναρτήθηκε πριν λίγο καιρό στο εσωτερικό των εκκλησιδίων της σπηλιάς, η οποία πληροφορεί επισήμως τους επισκέπτες ότι στη συγκεκριμένη σπηλιά είχε το ορμητήριο του ο λήσταρχος Νταβέλης.

 

Έχοντας μας κινήσει παλιότερα την περιέργεια όλη αυτή η ιστορία με τις σχεδόν κρυμμένες στις διάφορες καλύβες υπομνήσεις περί της ύπαρξης του εν λόγω βιβλίου, και έχοντας υπόψη μας το «πεντελοειδές» ποιόν του συγγραφέα του, ψάξαμε στο internet για κάποια σχετική μνεία. Βρήκαμε μία, όμως τα όσα αναφέρονταν εκεί ήταν τέτοια που μας απέτρεψαν από το να το αγοράσουμε. «Αισθηματικό μυθιστόρημα με υπαρξιακούς προβληματισμούς», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, ήταν η εντύπωση που αποκομίσαμε διαβάζοντας την περιγραφή, και χωρίς να ξεχάσουμε την ύπαρξη του, παραπέμψαμε την αναζήτηση και ανάγνωση του στις καλένδες.

 

Πέρασαν κάποια χρόνια, ώσπου πρόσφατα μια σειρά από γεγονότα μάς οδήγησαν στο να αγοράσουμε και να διαβάσουμε το βιβλίο.

 

 

Είχαμε κάνει μεγάλο λάθος στην αρχική μας εκτίμηση. Το βιβλίο αυτό δεν έχει σχέση με αισθηματικά μπουρδουκλώματα και ερωτικά πάθη. Η περιγραφή της γνωριμίας μεταξύ των δύο βασικών του ηρώων συνιστά απλώς το φόντο πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται μια πολύ πιο βαθιά μυθιστορηματική πλοκή. Και μέσα από την πλοκή αυτή ο συγγραφέας αντικατοπτρίζει κάποιες ενδιαφέρουσες όψεις της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με αυτό που αποκαλούμε «Πραγματικότητα».

 

Αν αναρωτιέστε κατά πόσο το συγκεκριμένο μυθιστόρημα σχετίζεται με την Πεντέλη, ναι, έμμεσα σχετίζεται, παρότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά σαφώς. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά σημεία στις σελίδες του που φέρουν τη «σφραγίδα» της Πεντέλης. Μάλιστα, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι διαβάζοντας κάποιες από τις τοποθετήσεις του συγγραφέα, και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο που αυτές τίθενται, αισθανθήκαμε «συγγενείς» μαζί του. Ακόμα και σαν απλό μυθιστόρημα, το συστήνουμε ανεπιφύλακτα.

 

Α, και για όσους αναγνωρίσουν στις σελίδες του ορισμένες από τις επιγραφές που βρίσκονται σκαλισμένες στους βράχους της Πεντέλης, ας μη βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα σχετικά με ενδεχόμενη ανάμιξη του συγγραφέα του βιβλίου στο σκάλισμα τους. Όπως πάντα, τα φαινόμενα απατούν.

 

 

Έναν ακόμη λαξευμένο σταυρό εντοπίσαμε πρόσφατα στην Πεντέλη και συμπεριλάβαμε στην ενότητα "Τα σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης".