ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Λόφος Αρδηττού (μέρος Β')

 

 

Το Παναθηναϊκό Στάδιο, περιβαλλόμενο από τα πεύκα του λόφου Αρδηττού.

 

Οι φωτογραφίες και τα περισσότερα στοιχεία για όσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Κοσμά Τσολάκου "Η Ιστορία της Αθήνας του Ποταμού Ιλισσού και των Γύρω Περιοχών του" (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ) καθώς και από το "Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου".

 

Κατά την αρχαιότητα, η λοφώδης περιοχή γύρω από το στάδιο ονομαζόταν "Ελικών" αρχικά, και "Άγραι" από μια εποχή και έπειτα, λόγω του εκεί εντοπιζόμενου, ομώνυμου αρχαίου δήμου. Ο λόφος του Αρδηττού, ύψους 233 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, πήρε το όνομα του προς τιμήν του αρχαίου φιλοσόφου, λόγιου και φιλειρηνιστή "Αρδήττη", που με τους συναινετικούς του λόγους είχε καταφέρει να κατασιγάσει τις διχόνοιες μεταξύ των Αθηναίων της εποχής του. Κάτω από το λόφο αυτό, μετά την εκλογή τους, οι Αθηναίοι δικαστές έδιναν στο όνομα του Δία, του Απόλλωνα και της Δήμητρας τον λεγόμενο "Ηλιαστικό Όρκο", με τον οποίο ορκίζονταν να κρίνουν σύμφωνα με τους νόμους και τη δικαιοσύνη.

 

Στο ίδιο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το Καλλιμάρμαρο Στάδιο βρισκόταν και το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο είχε κατασκευαστεί από τον Λυκούργο το 330–329 π.Χ. για την τέλεση των αγώνων των Μεγάλων Παναθηναίων. Ο Ηρώδης ο Αττικός ανακαίνισε το αρχαίο στάδιο γύρω στο 140 μ.Χ., επενδύοντας το με λευκό πεντελικό μάρμαρο, ενώ στην κορυφή του λόφου Αρδηττού ανέγειρε ναό αφιερωμένο στη θεά Τύχη, στήνοντας ξακουστό την εποχή εκείνη χρυσελεφάντινο άγαλμα με τη μορφή της (υπολείμματα από τα θεμέλια του ναού αυτού σώζονται ως σήμερα). Στο αμέσως αριστερά του σταδίου τμήμα του Αρδηττού διατηρείται ακόμα ο τάφος του Ηρώδη του Αττικού, ο οποίος είχε ταφεί εκεί το 179 μ.Χ. (εξ ου και η ομώνυμη οδός που περνάει μπροστά από το μέγαρο Μαξίμου καταλήγοντας στο Καλλιμάρμαρο). Το στάδιο του Ηρώδη του Αττικού καταστράφηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων από διάφορους κατακτητές που ξήλωναν τα μάρμαρα του προκειμένου να τα χρησιμοποιούν στην παρασκευή ασβέστη. Το σημερινό στάδιο κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα κατόπιν δωρεάς του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, για την τέλεση το 1896 των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.

 

Μπροστά από το λόφο του Αρδηττού και το Παναθηναϊκό Στάδιο, κατά μήκος περίπου της σημερινής λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου, κυλούσε ο ιεροποιημένος από τους αρχαίους Αθηναίους ποταμός Ιλισσός, που πήγαζε από τη δυτική πλευρά του Υμηττού. Ο Ιλισσός ποταμός λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως θεός.

 

Αρχαίο διάταγμα που απαγόρευε τις εργασίες βυρσοδεψίας (πλύσιμο των δερμάτων) στον Ιλισσό.

 

Στις παρυφές του Αρδηττού, δεξιά του σταδίου και δίπλα στον Ιλισσό, υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Πάνα, τον Αχελώο και τις Νύμφες, ενώ αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, κατασκευάστηκε μπροστά ακριβώς από το στάδιο μία γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού (πιθανώς στη θέση άλλης, παλαιότερης γέφυρας, που θα πρέπει να είχε κατασκευαστεί συγχρόνως με το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο).

 

 

Η ρωμαϊκή γέφυρα που υπήρχε κάποτε κτισμένη μπροστά από το στάδιο.

 

Την τρίτοξη αυτή γέφυρα, μαζί με πολλά άλλα αρχαία μνημεία, κατέστρεψε γύρω στο 1778 ο Τούρκος διοικητής της Αθήνας Χατζή Αλή Χασεκή, ένας από τους πιο μοχθηρούς και τυραννικούς δυνάστες που πέρασαν από την πόλη, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα δομικά υλικά στην κατασκευή τείχους (δολοφονήθηκε και αποκεφαλίστηκε μερικά χρόνια αργότερα στην Κω, από άνδρες του ίδιου του Σουλτάνου).

  

Κοιτάζοντας από τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, στην κορυφή του αμέσως δεξιότερα του Αρδηττού λόφο, το λόφο του "Μετς" όπως ονομάζεται σήμερα, δέσποζε ο ναός του "Ελικώνος Ποσειδώνα" (εξ ου και η αρχαιότερη ονομασία της περιοχής), ενώ λίγο πιο κάτω στον ίδιο λόφο βρισκόταν ο ναός της "Αγροτέρας Αρτέμιδος", κτισμένος από πεντελικό μάρμαρο. Στο σημείο είχε στηθεί άγαλμα της θεάς, ενώ στον ίδιο χώρο λατρευόταν και η Δήμητρα μαζί με την κόρη της Περσεφόνη. Ο ναός αυτός γνώρισε μεγάλη δόξα και έδωσε τη μεταγενέστερη ονομασία "Άγραι" στην περιοχή, η οποία είχε οριστεί ως τόπος τέλεσης των επονομαζόμενων "Μικρών" Ελευσίνιων Μυστηρίων, στις αρχές κάθε άνοιξης.

 

Την ονομασία "Μετς" την έδωσαν οι Βαυαροί, που αρχικά αποκαλούσαν έτσι το γερμανικής ιδιοκτησίας ζυθεστιατόριο"Φιξ", και έπειτα ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Το "Μετς" είναι πόλη της Γαλλίας, στην οποία οι Γερμανοί είχαν καταγάγει περιφανή νίκη επί των Γάλλων.

 

Λίγο πιο κάτω, αμέσως δεξιά της Βασιλέως Κωνσταντίνου και δίπλα στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, υπήρχε μία σπηλιά που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, κατά την Πελασγική περίοδο είχε χρησιμοποιηθεί ως κατοικία. Η σπηλιά αυτή ονομαζόταν –και ονομάζεται– "σπήλαιο Πανός", επειδή στη δεξιά κάθετη πλευρά της υπήρχε σκαλισμένη η μορφή του Πάνα.

 

Η περιοχή του σπηλαίου Πανός σε φωτογραφία του 1948.

 

Η σκαλισμένη μορφή του Πάνα, όπως αποτυπώνεται σε παλιά φωτογραφία.

 

Το σπήλαιο Πανός διατηρείται ακόμα, η σκαλισμένη όμως μορφή του Πάνα, πρακτικά, δε διακρίνεται πλέον. Καταστράφηκε λόγω διάβρωσης του βράχου από την ατμοσφαιρική ρύπανση περασμένων δεκαετιών, αφού κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει στοιχειώδη έστω μέτρα προστασίας της.

 

Στο σημείο, τώρα, όπου σήμερα στέκει το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, βρισκόταν κτισμένος κατά την αρχαιότητα ναός αφιερωμένος στη θεά Εκάτη. Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο ίδιο κομμάτι γης που επί αιώνες λατρευόταν η Εκάτη, η κατεξοχήν αρχαία θεότητα του σκότους και της νύχτας, ανεγέρθηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η λευκή εκκλησία που τιμάται στο όνομα μίας αγίας «Φωτεινής» πλέον.

 

Μερικά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία για το λατρευτικό παρελθόν της ευρύτερης περιοχής παρατίθενται εδώ.

 

Τα όσα είπαμε ως εδώ, μαζί με κάποια επιπρόσθετα στοιχεία, αντιστοιχούνται τοπογραφικά στον παρακάτω χάρτη:

 

(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ)

 

Ας κάνουμε, όμως, τώρα ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο, και ας προσγειωθούμε κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, με την Αττική απελευθερωμένη πια από τους Τούρκους και την Αθήνα, αν και πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (πήρε τη σκυτάλη από το Ναύπλιο το 1834), να μην αντιστοιχεί παρά σε μία πολίχνη.

 

Εκείνα τα χρόνια, στο γυμνό σχεδόν από δέντρα λόφο του Αρδηττού έστεκε ένας μοναχικός ανεμόμυλος.

 

 

Φωτογραφία τραβηγμένη το 1862. Διακρίνεται ο ανεμόμυλος του Αρδηττού ανάμεσα στις δύο κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός, καθώς και η κολώνα που είχε καταπέσει δέκα χρόνια νωρίτερα (περισσότερα σε σχέση με την πτώση της κολώνας αυτής: γέννηση Δ. Γρ. Καμπούρογλου).

 

Ο Ιλισσός εξακολουθούσε να κυλά ακόμα τότε μπροστά από τις υπώρειες του λόφου, όπως το έκανε επί χιλιάδες χρόνια, αν και πλέον, ενώ τον χειμώνα είχε πολλά και ορμητικά νερά, το καλοκαίρι αποξηραινόταν εντελώς. Στο σημείο, μάλιστα, όπου η σημερινή λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου περνά μπροστά από την περιοχή του Μετς, ο ποταμός σχημάτιζε μικρές υδατοπτώσεις, τους "καταρράκτες του Ιλισσού", όπως τους αποκαλούσαν.

 

Οι "καταρράκτες του Ιλισσού", σε φωτογραφία του 1875.

 

Να πώς περιγράφει ο Κοσμάς Δ. Τσολάκος τον τόπο και την εποχή, βασιζόμενος σε αναφορές περιηγητών (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):

 

 

Συνεχίζοντας τον περίπατό τους, οι περιηγητές και περνώντας μέσα από τους δρόμους της συνοικίας, άκουγαν μέσα στο σούρουπο ευχάριστα τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στους γύρω χωματένιους δρόμους της, ενώ δέχονταν τον ευγενή χαιρετισμό των ανθρώπων που βρίσκονταν καθισμένοι έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους και συζητούσαν κάνοντας γειτονία. Αυτό τους έκανε να μην αισθάνονται καμία κούραση ανεβαίνοντας ως την κορυφή του λόφου που βρισκόταν ο μύλος, γιατί η απόλαυση του ανυπέρβλητου τοπίου όλης της Αθήνας που τους προσφερόταν από εκεί ψηλά ήταν θαυμάσια. Φτάνοντας στο μύλο και με το χαιρετισμό τους στην κοπέλα που καθότανε στην πόρτα του, δεχόντουσαν από το χέρι της ένα κλαράκι μυρωδάτου βασιλικού κομμένο από την γλάστρα που υπήρχε στο στρογγυλό παραθυράκι του μύλου. Ακολούθως οι περιπατητές με το βασιλικό στο χέρι, κατηφόριζαν το λοφίσκο φθάνοντας στο μπαλκόνι του ποταμού Ιλισσού, όπως έλεγαν τον δρόμο Αρδηττό, με τα τρία περήφανα κυπαρίσσια του, για να περάσουν μια από τις δύο γέφυρες που υπήρχαν στον Ιλισσό, αυτή που ήταν κάτω από το ζυθεστιατόριο ή αυτή της οδού Αναπαύσεως, για να κατευθυνθούν στο σπίτι τους, εκτός κι αν ήθελαν να επισκεφθούν κάποιο ταβερνάκι της γειτονιάς για να πιούν το κατοσταράκι τους από αγνή βαρελίσια ρετσίνα. Ταβερνάκια υπήρχαν τότε πολλά στην περιοχή, όπως του Ηλιού στην οδό Αναπαύσεως, του Πουλή στην Ευγενίου Βουλγάρεως, τα γνωστά ταβερνεία του Σερέτη, του Γκαβανού Τσολάκου, το υπόγειο του Σπάχου στην οδό Αρδηττού και της Μάρκου Μουσούρου και στην επάνω γειτονιά του Πορτ Αρθούρ, του Βορονώφ και του Βυρίνη στην οδό Αρχιμήδους.

 

 

Με το πέρασμα των δεκαετιών, η Αθήνα επεκτεινόταν όλο και περισσότερο. Σιγά–σιγά είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται και οι πρώτες συνοικίες γύρω από τον Αρδηττό. Μία από αυτές ήταν το λεγόμενο "Βατραχονήσι", το οποίο είχε πάρει την ονομασία του από τα αμέτρητα βατράχια που ζούσαν δίπλα στις όχθες του Ιλισσού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο σημείο εκείνο ο ποταμός διχαζόταν για λίγο, δημιουργώντας μια μικρή νησίδα.

 

 

Φωτογραφία τραβηγμένη το 1900 από τη μεριά της Πλάκας. Διακρίνεται κάτω αριστερά η πύλη του Αδριανού, ενώ στο κέντρο της φωτογραφίας φαίνεται ο λόφος του Αρδηττού και το "Βατραχονήσι", με τον Υμηττό στο βάθος.

 

Το ένα από τα δύο σκέλη που σχημάτιζε εκεί ο Ιλισσός επιχωματώθηκε το 1897, ύστερα από μια μεγάλη πλημμύρα του ποταμού εκείνη τη χρονιά. Η αντίστροφη μέτρηση για τον άλλοτε θεό Ιλισσό είχε πλέον αρχίσει. Όσο οι κάτοικοι της Αθήνας αυξάνονταν, τόσο οι παρεμβάσεις τους στο αστικό τοπίο γίνονταν και πιο δραστικές, με την κοίτη του ποταμού να σκεπάζεται αργά αλλά σταθερά για τις νέες ανάγκες. Μέχρι το 1948 ολόκληρο το τμήμα του Ιλισσού ως το στάδιο είχε καλυφθεί, ενώ ως το 1962 το τμήμα μεταξύ σταδίου και λεωφόρου Συγγρού είχε επιχωματωθεί επίσης. Τέλος εποχής για τον ποταμό, αλλά και για την αρχαία πόλη, που πλέον έδινε τη θέση της σε μία καινούρια μεγαλούπολη.

 

Η κοίτη του Ιλισσού πριν την κάλυψη του, μπροστά από το Κολυμβητήριο.

 

 

Τμήμα του Ιλισσού κοντά στην οδό Ερατοσθένους, σε φωτογραφία του 1940.

 

Αυτά, ως μία επί τροχάδην ιστορική αναδρομή σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή του Αρδηττού.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ